- τιτάνιος
- -α, -ο / τιτάνιος, -ία, -ον, ΝΑ, θηλ. και τιτανιάς και ιων. τ. τιτηνιάς, -άδος, Α [Τιτᾱνες]τιτανικός (Ι) («τιτάνιος νους»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τιτάνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτάνιος — α, ο τιτανικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιτάνιος — τίτανις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανίω — Τιτάνιος masc/neut nom/voc/acc dual Τιτάνιος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτάνιον — Τιτάνιος masc acc sg Τιτάνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτάνιε — Τιτάνιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανία — Τιτανίᾱ , Τιτάνιος fem nom/voc/acc dual Τιτανίᾱ , Τιτάνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανιάς — και ιων. τ. τιτηνιάς, άδος, ἡ, Α βλ. τιτάνιος … Dictionary of Greek
τιτανικός — (I) ή, ό / τιτανικός, ή, όν, ΝΑ [Τιτᾱνες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τιτάνες («τὴν λεγομένην... τιτανικήν φύσιν ἐπιδεικνύσι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. τιτάνιος, υπεράνθρωπος, υπερφυσικός («τιτανική δύναμη»). επίρρ... τιτανικώς Α κατά τον… … Dictionary of Greek
τιτανώδης — (I) ῶδες, Α [Τιτᾱνες] 1. τιτανικός, τιτάνιος («τιτανῶδες καὶ κατεγνωκὸς τοῡ θείου τὸ φρόνημα λαμβάνῃ», Αγα θαρχ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τιτανῶδες φοβερά («τὰς ὀφρῡς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός τι πρὸς αὐτὸν ἔρχεται, τιτανῶδες βλέπων», Λουκιαν.).… … Dictionary of Greek